- αλθήεις
- ἀλθήεις, -εσσα, -εν (Α) [ἀλθαίνω]αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλθήεις — healing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλθήεντα — ἀλθήεις healing neut nom/voc/acc pl ἀλθήεις healing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλθήεντος — ἀλθήεις healing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλθήεντ' — ἀλθήεντα , ἀλθήεις healing neut nom/voc/acc pl ἀλθήεντα , ἀλθήεις healing masc acc sg ἀλθήεντι , ἀλθήεις healing masc/neut dat sg ἀλθήεντε , ἀλθήεις healing masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… … Dictionary of Greek